Παράσημα

Πριν από λίγες εβδομάδες, έδωσα μια συνέντευξη με αφορμή την (ηρωική) έξοδο του ΑΠΟΣΤΡΑΤΟΥ στις αίθουσες. Μια ερώτηση του δημοσιογράφου με αιφνιδίασε: είναι ο ΑΠΟΣΤΡΑΤΟΣ μια ταινία για τη συμφιλίωση;

Παρόμοια έκπληξη βίωσα μετά τις προβολές της ταινίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όταν πολλοί θεατές -ιδίως μεγαλύτερης ηλικίας- εκθείαζαν το πολιτικό σκέλος της ταινίας. «Μια φρέσκια ματιά στον Εμφύλιο», ήταν ένα σχόλιο που εισέπραξα σε πολλές παραλλαγές. Οι πιο νέοι θεατές δεν αντιλήφθηκαν κάποιο βαρύνον ιστορικό μήνυμα. Είδαν την ταινία μέσα από την οπτική του ανιστόρητου πρωταγωνιστή της. Του τριαντάρη εισαγωγέα μηχανών εσπρέσο Άρη Νικολόπουλου, ο οποίος, καθώς τα έχει βρει σκούρα, «αποστρατεύεται» από τη γλυφαδιώτικη χλιδή στην παπαγιώτικη κατατονία και στο σπίτι του ένδοξου παππού Αριστείδη.

Ο ΑΠΟΣΤΡΑΤΟΣ εξελίσσεται εξ ολοκλήρου στο σήμερα. Τα ιστορικά γεγονότα παρεισφρέουν στην αφήγηση κατακερματισμένα μέσα σε προφορικές εξιστορήσεις. Ο δε Άρης παραμένει εξίσου απολιτίκ και ανιστόρητος μέχρι το τέλος της ταινίας –  εξού και η έκπληξή μου. Παρ’ όλα αυτά, σχεδόν σε όλες τις κριτικές που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ υπήρχε αναφορά στο συμφιλιωτικό φορτίο της αφήγησης. Αντιμέτωπος με την παρούσα -πάλαι ποτέ- λευκή σελίδα, αποφάσισα να διερευνήσω τη φύση αυτής της απρόσμενης συμφιλίωσης.

Την περίοδο που έγραφα τον ΑΠΟΣΤΡΑΤΟ διάβασα εκτενώς για την Αντίσταση και τον Εμφύλιο. Η μελέτη είχε τελικό σταθμό τον Χρόνη Μίσσιο, τον άνθρωπο-σύμβολο της Αριστεράς, με αμέτρητες εξορίες και βασανιστήρια στο βιογραφικό του. Σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις, ο Μίσσιος μιλά για τη δύναμη της αγάπης. Μια δύναμη επαναστατική, γιατί μόνο μέσω αυτής μπορεί να προκύψει ουσιαστική αλλαγή στις κοινωνίες. Παράσημα αξίζει η αγάπη, θα το παρέφραζα εγώ.

Ο Μίσσιος υπήρξε σημείο αναφοράς για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του Βάσου, του κομμουνιστή συγχωριανού του παππού Αριστείδη με τον οποίο έρχεται κοντά ο Άρης. Η ταινία χρωστά στον λόγο του μεγάλο μέρος του συμφιλιωτικού της φορτίου. Παρ’ όλα αυτά, δεν θεωρώ ότι ο κινηματογράφος -η τέχνη γενικότερα- διαπρέπει στην επίλυση διαφωνιών με όρους δικαιοσύνης. Δεν είναι στη φύση του να λειτουργεί ως ικανή διαιτησία της εκάστοτε αντιπαλότητας. Η «δικανική» του δύναμη είναι μεταποιητικής φύσεως. Μεταθέτει τη σύγκρουση σε ένα καινούργιο πλαίσιο, αναιρώντας έτσι τη διπολική της φόρτιση.

Από τη σκοπιά του δημιουργού, η έννοια της συμφιλίωσης αποκτά διαφορετικό ηχείο. Είναι διαχρονικό κίνητρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας η συμφιλίωση με τον εαυτό μας. Διυλίζουμε τα βιώματά μας, τους φόβους και τις επιθυμίες μας μέσα σε μυθοπλαστικούς χαρακτήρες, προκειμένου να αποδεχτούμε το ποιοι είμαστε.

Στο μυαλό μου έρχεται ο Οζού. Ο Ιάπωνας σκηνοθέτης έζησε μια εργένικη ζωή συντροφιά με τη μητέρα του, κάνοντας υπέροχες ταινίες που στον δραματουργικό τους πυρήνα είχαν ένα ακούσιο «διαζύγιο» γονιών και τέκνων. Οι αφηγήσεις είναι σαν ένας καθρέφτης που φτιάχνουμε για να αντικρίσουμε το είδωλό μας και να ευχηθούμε «ειρήνη ημίν». Και μετά τον στρέφουμε σε κοινή θέα, διεκδικώντας την αποδοχή των άλλων. Στον καθρέφτη, όμως, οι θεατές δεν θα δουν (μόνο) εμάς. Θα δουν, αν δουν, και τη δική τους αντανάκλαση. Κι αυτή είναι ίσως η πιο βαθιά συγγένεια της μυθοπλασίας με τη συμφιλίωση. Μια συγγένεια υπαρξιακή.

Θυμάμαι, όταν, δεκατριών ετών, είδα το «Γαμήλιο Πάρτι» του Ανγκ Λι στο θερινό «Παναθήναια». Παρότι σε ηλικία που ο σεξουαλικός μου προσανατολισμός ήταν θέμα εκτός ύλης, η παρακολούθηση μιας ταινίας με πρωταγωνιστές ένα αγαπημένο ζευγάρι ανδρών με είχε συγκλονίσει. Είχα φύγει από το σινεμά με μια απαστράπτουσα ανάταση, έναν ακατάσχετο ενθουσιασμό για τη ζωή. Θυμάμαι να μοιράζομαι τη χαρά μου με τον πατέρα μου, ο οποίος με κοιτούσε με βλέμμα απορίας. Σύντομα, αλλά όχι και αμέσως, αντιλήφθηκα ότι η πυροτεχνική αντίδρασή μου στην ταινία συνιστούσε μια απροκάλυπτη ομολογία.

Η αναπαράσταση είναι αποκάλυψη, επικύρωση, εξιλέωση. Είναι αποδοχή. Είναι κάθαρση. Είναι, με τα λόγια του Νίτσε, «μεταφυσική παρηγοριά». Άλλοτε ατομικά, άλλοτε συλλογικά, άλλοτε διαχρονικά και οικουμενικά. Είναι ένα βαθιά ανθρώπινο πολιτισμικό φαινόμενο.

Κάθε φορά που παρακολουθούμε μια αφήγηση, παρατηρούμε αδιάκριτα τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου και, την ίδια ακριβώς στιγμή, βιώνουμε εκ του ασφαλούς τη ζωή αυτή σαν να ήτανε η δική μας. Η ίδια η συνθήκη της αναπαράστασης μας επιτρέπει τον μέγιστο βαθμό ταύτισης. Για όσο κρατά η αφήγηση τολμούμε να αλλάξουμε ταυτότητα. Γινόμαστε κάποιος άλλος, βιώνουμε τον αγώνα του, τα διλήμματα, τα πάθη, την τόλμη και τους πόθους του. Και όταν έρθει το τέλος «επιστρέφουμε» στον εαυτό μας με το πιο πολύτιμο λάφυρο: το βίωμα του Άλλου. Αυτός ο Άλλος, όμως, δεν είναι παρά μια προέκταση του εαυτού μας. Μια εκδοχή μας που προσδοκά ένα παράσημο.

* Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικο cinematek, τεύχος Φεβρουαρίου 2020, με αφορμή την έξοδο στις κινηματογραφικές αίθουσες του ΑΠΟΣΤΡΑΤΟΥ.

%d bloggers like this: