
ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΟ, Ροβήρος Μανθούλης, 1966
Ο Δημήτρης, νεαρός καθηγητής αγγλικών και γιος κομμουνιστή, ξεκινά εντατικά μαθήματα στη «ζωηρή και ατίθαση» Βαρβάρα. Το κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο, κόρη μεγαλοεργολάβου, ετοιμάζεται για γάμο με γαμπρό από τη Βρετανία, με προίκα μια ολοκαίνουρια πολυκατοικία. Η μαθήτρια σταδιακά ξελογιάζει τον συνετό καθηγητή. Όμως ο γάμος δεν θα ακυρωθεί. Ο Δημήτρης θα ολοκληρώσει το διδακτικό του έργο στο πολυτελές διαμέρισμα και θα γυρίσει ηττημένος στην ταπεινή, νεοκλασική κατοικία του.
Η ιστορία της ταινίας ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΟ θυμίζει ερωτικό μελόδραμα, σαν αυτά που ήταν της μόδας την δεκαετία του ‘60. Το πραγματικό όμως θέμα της ταινίας δεν είναι το ρομάντζο των δύο νέων. Ο σαρκαστικός τόνος της αφήγησης δεν αφήνει περιθώρια για παρανοήσεις: το ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΟ είναι μια ταινία για την πάλη των τάξεων.
Τα πλούσια εξωτερικά πλάνα της ταινίας συνθέτουν ένα οπτικοακουστικό τεκμήριο της Αθήνας του ’60, μιας πόλης που αλλάζει ταυτότητα με ραγδαίους ρυθμούς. Μοντέρνες, αστικές πολυκατοικίες ξεφυτρώνουν παντού, παραμερίζοντας τα ταπεινά νεοκλασικά της λαϊκής τάξης. Οι πληγές του Εμφυλίου είναι ακόμη εμφανείς στις όψεις των κτιρίων. Οι δρόμοι είναι ένα εργοτάξιο. Στις πλατείες γίνονται πολιτικές συγκεντρώσεις – τα Ιουλιανά. Η πόλη είναι πεδίο ταξικών συγκρούσεων, αποτέλεσμα των οποίων είναι οι αλλαγές στο πρόσωπό της.
Η αρχιτεκτονική μετάλλαξη της Αθήνας δεν είναι απλώς ένα φόντο στην ιστορία του Δημήτρη και της Βαρβάρας. Είναι μια αυτόνομη, παράλληλη δράση, που πολλαπλασιάζει τις νοηματοδοτήσεις της αφήγησης. Η ταινία αντιπαραβάλλει το ειδύλλιο των πρωταγωνιστών με ένα «κτιριακό φωτορομάντζο»: στατικά κάδρα των υπό κατασκευή πολυκατοικιών εναλλάσσονται με κάδρα των υπό κατάρρευση νεοκλασικών – οι πλούσιες και τα φτωχαδάκια. Και ξαφνικά, εμφανίζεται ένας τρίτος «χαρακτήρας». Είναι ο «κακός», η πραγματική εξουσία, ο «ξένος δάκτυλος».
Εισάγεται στην ιστορία μ’ ένα πλάνο που διατρέχει αργά την ανάγλυφη όψη του: ένα επιβλητικό, πολυώροφο νεοκλασικό κτίριο. Από τα παράθυρα της αρχαιοπρεπούς πρόσοψης ακούγονται μαθητές ξένων γλωσσών: «Arbeit ist Gottes Segen» («Η εργασία είναι ευλογία Θεού»). «I am going to be a good worker.» Οι μελλοντικοί Gastarbeitern ετοιμάζονται για τη μετανάστευση προς τη Δύση. Το επιβλητικό νεοκλασικό στεγάζει το Κέντρο Επιλογής Μεταναστών. Μέσα σε ένα μόνο πλάνο συνοψίζεται, ειρωνικά, η ιστορία ενός αιώνα.
Μικρή παρένθεση για λίγη ιστορία της αρχιτεκτονικής: Ο νεοκλασικισμός έφθασε στη χώρα στα μέσα του 19ου αιώνα, εισαγόμενος από τη Δύση χάρη στην τότε άρχουσα τάξη. Την περίοδο εκείνη, το έθνος πάλευε να κατασκευάσει το ιστορικό αφήγημα που θα συνέδεε σύγχρονους και αρχαίους Έλληνες. Ο νεοκλασικισμός ταίριαξε γάντι σε αυτή τη φιλόδοξη προσπάθεια – ο θαυμασμός και ο μιμητισμός της κλασικής αρχαιότητας ήταν στο DNA του. Τα νεοκλασικά κτίρια της Ευρώπης στέγαζαν μουσεία, κρατικές υπηρεσίες, βασιλικές οικογένειες. Ήταν κτίρια κύρους, σύμβολα της εκάστοτε εξουσίας. Τέτοια ήταν και τα πρώτα δείγματα του ρεύματος στη χώρα, όπως το Κέντρο Επιλογής Μεταναστών, που περιγράφει στωικά ο κινηματογραφικός φακός, όλα τους σχεδιασμένα από ευρωπαίους αρχιτέκτονες ή από έλληνες με σπουδές στην Ευρώπη. Σταδιακά όμως στην Ελλάδα το ρεύμα υπέστη μια απρόσμενη μεταποίηση. Κλείνει η παρένθεση.
Στη Σχολή Αρχιτεκτονικής στην οποία κάποτε φοίτησα μάς δίδασκαν ότι ο νεοκλασικισμός γέννησε το τελευταίο ρεύμα ελληνικής λαϊκής αρχιτεκτονικής. Οι ανώνυμοι μάστορες αποδόμησαν το αυστηρό ρεύμα σ’ ένα διακοσμητικό λεξιλόγιο, μια παλέτα από αναλογίες όγκων και ανοιγμάτων και σε μια σειρά από πιθανές επιλογές για τον ημιυπαίθριο βίο, ένα ζητούμενο που δεν υφίστατο στον βορρά. Κάπως έτσι, μετουσίωσαν τις αυστηρές συνθέσεις σε μια ευέλικτη, προσεταιριστική αρχιτεκτονική, που στέγασε τις μεταβαλλόμενες ανάγκες της λαϊκής τάξης. Κάπως έτσι, από τον κραταιό νεοκλασικισμό προέκυψαν τα ταπεινά νεοκλασικά.
Η ιδέα του εκλαϊκευμένου νεοκλασικισμού υπήρξε για χρόνια προσωπική μου εμμονή. Κάθε φορά που εξερευνούσα μια νέα γειτονιά της Αθήνας ή μια πόλη της επαρχίας, αναζητούσα τα απομεινάρια αυτής της αρχιτεκτονικής εκλαΐκευσης, στριμωγμένα ανάμεσα σε κτίρια της μεγάλης ανοικοδόμησης που καταγράφει το ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΟ . Μερικά από αυτά τα ταπεινά νεοκλασικά βρήκαν στα «γεράματά» τουςμιαν απρόσμενη αναγνώριση. Ανακαινίστηκαν για να στεγάσουν διαφόρων ειδών χρήσεις χάνοντας τη λαϊκότητά τους, καθώς ο τίτλος του «νεοκλασικού» εξελίχθηκε σε άτυπη εγγύηση ποιότητας για οτιδήποτε κι αν στέγαζε, από «σουβλασερί» μέχρι φροντιστήριο δέσμης. Κάπου εκεί άρχισε να ατονεί το ενδιαφέρον μου για αυτά και να μετατοπίζεται, παραδόξως, προς τα τσιμεντένια «τέρατα» που τα περιέβαλλαν.
Η ανοικοδόμηση των μεταπολεμικών δεκαετιών έχει δικαίως κατηγορηθεί για διαφόρων ειδών εγκλήματα – αισθητικά, οικολογικά, πολεοδομικά κ.ά. Σύμφωνα με τους αρχιτέκτονες, κύρια αιτία αυτής της καταστροφής είναι η απουσία του κλάδου από τη διαδικασία της κατασκευής τους – ως γνωστόν, για όλα φταίνε οι πολιτικοί μηχανικοί. Αφήνοντας κατά μέρος τις πολυτεχνικές έριδες, παραμένει το ιστορικό δεδομένο: τα περισσότερα από αυτά τα κτίρια δεν είναι προϊόντα επώνυμης αρχιτεκτονικής μελέτης. Όπως και ο νεοκλασικισμός, έτσι και ο μοντερνισμός εισήχθη στην Ελλάδα από τη Δύση μέσω ξένων ή ξενοσπουδαγμένων ελλήνων αρχιτεκτόνων για να ικανοποιήσει τις προσδοκίες της αστικής τάξης. Και ίσως τελικά τα δυο ρεύματα να είχαν και την ίδια μοίρα. Ίσως δηλαδή να υφίσταται μια αχαρτογράφητη λαϊκή αρχιτεκτονική, νόθος απόγονος του ευγενούς μοντέρνου κινήματος. Ένας εκλαϊκευμένος μοντερνισμός της μεταπολεμικής Ελλάδας, ο οποίος θα διδάσκεται στο μέλλον στις Σχολές Αρχιτεκτονικής.
Οι ανώνυμοι μάστορες / μηχανικοί έδωσαν μια άνιση μάχη με τις αρχιτεκτονικές επιταγές του ρεύματος. Τα ζητούμενα ήταν τα ίδια με έναν αιώνα πριν: ο ημιυπαίθριος βίος και η κτιριολογική ευελιξία. Τα αποτελέσματα; Κτίρια από μπετόν αρμέ σκελετό. Καθ’ ύψος επανάληψη των κατόψεων. Στενά μπαλκόνια που διατρέχουν τις όψεις, αποθήκες στη μια τους άκρη, χώρος διαβίωσης στην άλλη. Φωταγωγοί γεμάτοι αδιάκριτα αυτιά. Κεραίες, καλωδιώσεις και κλιματιστικά ως διάκοσμος στις μουντές όψεις. Βεράντες που γίνονται δωμάτια. Αυλές που γίνονται δωμάτια. Πολυλειτουργικές ταράτσες με αναμονές να εικάζουν τη μέλλουσα ανέγερση νέου ορόφου. Διά βίου ημιτελείς οικοδομές.
Αυτό που πάνω απ’ όλα με γοητεύει σ’ αυτά τα κτίρια είναι το πώς τα οικειοποιήθηκαν οι ένοικοί τους, κόντρα στην τυποποίηση της κατοικίας, την υπέρτατη προσταγή του μοντερνισμού. Σε κάθε κακότεχνη προσθήκη, σε κάθε δύσχρηστο μπαλκόνι υπάρχουν αποτυπώματα μιας ανάγλυφης καθημερινότητας, τεκμήρια του αγώνα της λαϊκής τάξης για μια καλύτερη ζωή. Στο διάστημα που πήρε η πατίνα του χρόνου να επικαθίσει στο τσιμέντο του ’50 και του ’60, η ανοικοδόμηση της μεταπολίτευσης ολοκλήρωσε το δικό της έργο στην επικράτεια. Με το βλέμμα στη Δύση, η αβγατισμένη με νεόπλουτους αστική τάξη συνέχισε την εισαγωγή αρχιτεκτονικών μοντέλων. Οι ελληνικές πόλεις γέμισαν γυάλινα κτίρια με μεταμοντέρνες φιοριτούρες. Τα περίχωρα γέμισαν μονοκατοικίες όπου το ετήσιο εισόδημα των ιδιοκτητών τους μεταφράστηκε σε τετραγωνικά κήπου και ύψος περίφραξης. Η οικονομική κρίση ανέκοψε άγαρμπα αυτή την πορεία. Σήμερα νεοκλασικά, αστικά διαμερίσματα και προαστιακές μονοκατοικίες παλεύουν για την ελάχιστη δυνατή αξία. Τα γυάλινα κτίρια κατά μήκος των κεντρικών αρτηριών ενοικιάζονται ή είναι προς πώληση. Οι θαμπές τους όψεις έγιναν ένας καθρέφτης για να βρεθούμε πρόσωπο με πρόσωπο με τα ερωτήματα του σήμερα.
Πώς φτάσαμε ως εδώ; Τι θα γινόταν αν η (οικοδομική) ανάπτυξη συνεχιζόταν στο διηνεκές; Πώς θα εξελισσόταν η αρχιτεκτονική του νεοπλουτισμού; Ποια λαϊκή τάξη θα μπορούσε να την εκλαϊκεύσει;
* Το παρόν κείμενο είναι μέρος του συλλογικού τόμου Η ΧΑΜΕΝΗ ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΙΝΕΜΑ σε επιμέλεια Αφροδίτης Νικολαΐδου και Άννας Πούπου.
[1] Πρόσωπο με πρόσωπο του Ροβήρου Μανθούλη | 1966 | Παραγωγή: Alter Ego Productions, Ροβήρος Μανθούλης | Σενάριο: Ροβήρος Μανθούλης | Συνεργασία στους διαλόγους: Κώστας Μουρσελάς | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Σταμάτης Τρίπος | Μουσική: Νίκος Μαμαγκάκης | Παίζουν οι: Κώστας Μεσσάρης, Ελένη Σταυροπούλου, Θεανώ Ιωαννίδου, Λάμπρος Κοτσίρης, Αλέξης Γεωργίου κ.ά. | Βραβεία – Διακρίσεις: Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1966, Ειδικό Βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Locarno 1967, Επίσημη Συμμετοχή στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Μόσχας & Φεστιβάλ Κινηματογράφου Λωζάνης, Hyères, Pesaro, Ουτρέχτης.