Μια παράταιρη μετάθεση του πατέρα τους είχε φέρει στην βαθιά επαρχία των Κάτω Χωρών. Τετραμελής οικογένεια, μαμά, μπαμπάς και δύο γιοι στην προεφηβεία. Ήταν αρχές δεκαετίας του ’90 – παράταιρη εποχή για οικογενειακή μετανάστευση. Κανείς τους δεν χαιρόταν με την αλλαγή.
Οι γονείς παντρεύτηκαν από έρωτα σφοδρό. Ο μπαμπάς από συντηρητική οικογένεια, στρατιωτικός στο επάγγελμα. Η μαμά νοικοκυρά, από οικογένεια κομμουνιστών. Ο δεσμός τους βρήκε απέναντί του δύο σόγια και τον ελληνικό Στρατό.
Η πόλη, το χωριό για την ακρίβεια, ήταν πολύ κοντά στα σύνορα. Για βενζίνη πηγαίνανε στη Γερμανία και για σούπερ-μάρκετ στο Βέλγιο. Τα αγόρια αναθεώρησαν εμπράκτως την έννοια των εθνικών συνόρων.
Στο χαμηλοτάβανο ολλανδικό σπίτι τους δέχονταν συχνά Έλληνες από τις γείτονες χώρες. Η συντροφιά τους ήταν μια παρηγοριά. Θεωρούσαν πάντα υποχρέωση των δύο γιων να κατέβουν από τα δωμάτιά τους και να χαιρετίσουν τους προσκεκλημένους.
Τις καθημερινές τις περνάγανε οι τέσσερις τους, τρώγοντας σπιτικό ελληνικό φαγητό με τις πιτζάμες και βλέποντας μετά ολλανδική τηλεόραση. Όταν η νοσταλγία φούντωνε έμπαινε στο πικ-απ Μοσχολιού. Ουκ ολίγες φορές κατέληγαν τα αγόρια γονατισμένα, να χασμουριούνται ενώ χτυπάνε παλαμάκια. Η μαμά χόρευε ζεϊμπέκικο με τη ρόμπα.
6 Μαρτίου του 1994 πέθανε η Μελίνα Μερκούρη. Συγγενείς από την Ελλάδα τους στείλανε βιντεοκασέτα με την κηδεία της, όπως την είχαν αναμεταδώσει οι ειδήσεις. Στήθηκαν όλοι μαζί στον καναπέ, με τις πιτζάμες. Τα αγόρια είδαν για πρώτη φορά τον μπαμπά τους να κλαίει γοερά.