ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΑ

Φύγαμε για το χωριό οικογενειακώς. Δεν ήταν μια ανοιξιάτικη εξόρμηση. Υπήρχε λόγος σοβαρός: η εκταφή του παππού και της γιαγιάς.

Ο ξάδερφος και μόνο μέλος του σογιού που παρέμενε στα πάτρια εδάφη ανέλαβε να διαλευκάνει τηλεφωνικώς μία διαδικαστική απορία:

«Έλα Ελένη, έχει έρθει η Στέλλα για την εκταφή του θείου Αριστείδη. Πες μου κάτι, ο τάφος του θείου ανήκει σε σας;» Μικρή παύση. Απάντηση στην άλλη άκρη της γραμμής. «Καλά θυμόμουν. Ε, να το ξέρετε τότε, από αύριο αδειάζει θέση!»

Το μαύρο χιούμορ κυλούσε στα γονίδια της οικογένειας. Το είχαν πολλοί από τους συγγενείς μας που κείτονταν στα μνήματα του νεκροταφείου.

Ένας Αιγύπτιος εργάτης έσκαβε τον τάφο με φτυάρι. Είχαν περάσει χρόνια πολλά από τις κηδείες. Το ξύλο είχε λιώσει. Το ίδιο και τα σώματα. Έμεναν μόνο ρούχα και κόκαλα. Έμπειρος ανατόμος, ο Αιγύπτιος συνέλεξε όλα τα οστά του παππού και της γιαγιάς φροντίζοντας να παραδώσει το ζευγάρι αρτιμελές.

Η λεπτομέρεια: το ζεύγος γνωρίστηκε στην Αίγυπτο κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο παππούς βρέθηκε εκεί με τον ελληνικό στρατό. Η γιαγιά ήταν αιγυπτιώτισσα. Το προξενιό έγινε από την αδερφή της γιαγιάς που είχε αρραβωνιαστεί έναν συγχωριανό του παππού. Παντρεύτηκαν στην Ελλάδα, μετά το τέλος του πολέμου.

Μια ξανθοβαμμένη γυναίκα έπλενε τα κόκαλα καθισμένη ανακούρκουδα στη σκιά ενός πεύκου. Ο ανοιξιάτικος ήλιος είχε εξατμίσει την πρωινή δροσιά. Τα παιδιά της, ηλικίας δημοτικού, έπαιζαν κυνηγητό στον πολεοδομικό ιστό του κοιμητηρίου. Η μητέρα τους σχολίασε καθώς σαπούνιζε την κνήμη: «Ψηλός ο παππούς». Ήταν όντως ψηλός.

Μαζί με τον ξάδερφο είχε έρθει κι ο δωδεκάχρονος γιος του. Ο πατέρας του επέμενε πως ήταν καλό γι’ αυτόν να εξοικειώνεται με τον κύκλο της ζωής. Ο πιτσιρικάς κάπνιζε τα τσιγάρα του χωρίς να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το τελετουργικό της εκταφής. Κάθε τόσο έξυνε επιδεικτικά τα γεννητικά του όργανα.

Ο νεαρός παπάς έρανε τα οστά με κόκκινο κρασί και έψαλλε μιαν ευλογία. Κλείσαμε τα μεταλλικά κασελάκια και τα μεταφέραμε στο οστεοφυλάκιο. Εκεί ήταν μαζεμένο μπόλικο σόι. Ανάμεσά τους η Αλίκη και ο Στέλιος, οι προξενητές.

Μείναμε για κάποια ώρα στο νεκροταφείο. Ο χώρος ενδείκνυται για χώνεψη υπαρξιακών σκέψεων. Ανάμεσα στις σιωπές, ο ξάδερφος μας διηγιόταν ξεκαρδιστικές ιστορίες από τους διάφορους συγχωριανούς που αναγνώριζε στις φωτογραφίες των τάφων.

Επιστρέφοντας, το αγροτικό του ξάδερφου μπήκε μπροστά. Στην καρότσα στεκόταν όρθιος ο υιός. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής μας πρότεινε το πουλί του με τις δύο του παλάμες τεντωμένες.

Published by zmavroeidis

Athens based filmmaker and writer

%d bloggers like this: